Το Ινστιτούτο Οικουμενικών Σπουδών του Bossey

Τρίτη 5 Απριλίου 2011

Λίγες σκέψεις για τον Οικουμενικό Διάλογο



Συνεχίζοντας τις σκέψεις του πατρός Γ. Τσέτση θα θέλαμε και εμείς με τη σειρά μας να εκφράσουμε με τη μορφή σχολιασμού κάποιες αντίστοιχες απόψεις με σκοπό όχι να ευλογήσουμε τα γένια μας, να στηρίξουμε τη θέση ή να αποδείξουμε τη λανθασμένη ίσως στάση των άλλων, αλλά ο απώτερος σκοπός είναι η ορθή θεώρηση των πραγμάτων, τουλάχιστον έτσι όπως εμείς τα αντιλαμβανόμαστε και τα προσεγγίζουμε και η κατάθεση αυτής της προοπτικής. Η παράθεση αυτών και άλλων παρόμοιων απόψεων δεν έχει σκοπό την εσκεμμένη πειθώ ή αλλαγή του άλλου, ή πολύ περισσότερο την παραπλάνηση του άλλου, παρά αποτελεί μία βιωματική, ειλικρινή, έκφραση συνδυασμένη με κάποιες ειδικές επί του αντικειμένου γνώσεις, που μας χάρισε η ζωή και ο Θεός.
 
        Η αρχή που διέπει την Οικουμενική Κίνηση, ότι μπορεί να βρεθεί το στοιχείο της ενότητας εν τη ποικιλία δεν αποτελεί ένα απλό πυροτέχνημα, ή μία άλλη θεωρία μεταξύ άλλων, παρά πίστη ότι πράγματι αυτός ήταν ο χρυσός κανόνας κατά τη διάρκεια της πρώτης κοινής χιλιετίας μεταξύ της χριστιανικής ανατολής και δύσης. Αυτή εννοείται η πορεία ούτε εύκολη ήταν, ούτε χωρίς διενέξεις και αντιθέσεις, αλλά στο τέλος και στις δύο πλευρές επικρατούσαν εκκλησιαστικοί άνδρες που έθεταν την ενότητα του σώματος πάνω από τα ποικίλα συμφέροντα. Σ’ αυτή την αρμονική λειτουργική διαφορετικότητα βασίζεται ο κανόνας της οικονομίας, ο οποίος φυσικά δεν σημαίνει αλλοίωση της ακρίβειας. Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση η ακρίβεια δεν είναι κάτι άλλο παρά η σωτηρία του ανθρώπου. Οι Πατέρες με όποιο θέμα και εάν ασχολήθηκαν αυτό που πάντα τους ενδιέφερε ήταν η ανόθευτη διατήρηση της σωτηριολογικής διδασκαλίας της Εκκλησίας, η διατήρηση της εκκλησιαστικής ειρήνης και αυτό το επιτύγχαναν μέσα από την εσχατολογική ερμηνεία των πραγμάτων. Αυτό τους έδινε μία άνεση στο να προσεγγίζουν τις αιρετικές ή τις σχισματικές ομάδες και να συνομιλούν μαζί τους επιδιώκοντας να βρούνε την χρυσή τομή. Αυτή είναι μία στάση μαρτυρική, γιατί ο διάλογος και δύσκολος είναι, αλλά και συνάμα αποτελεί μία μορφή μαρτυρίας. Μέσα από αυτό το συνειδητό μαρτύριο πάντοτε η Εκκλησία βγαίνει πιο δυνατή.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία λοιπόν σ’ όλες τις δομές και τις εκφράσεις της οικουμενικής κίνησης ήταν παρούσα, καθώς η συμμετοχή της δεν αποτελεί μία εξωτερική μορφή και μία ιδιότητα προσωρινή, αλλά προέρχεται από την ίδια την ουσία της. Με άλλα λόγια δεν είναι μία αποστολή για τους λίγους και τους ειδικούς, αλλά μία ουσιαστική έκφραση των πολλών που συγκροτούν το σώμα της. Στο σημείο αυτό στηρίζεται η αναγνώριση εκ μέρους των Ορθοδόξων των άλλων χριστιανικών εκκλησιών και ομολογιών, χωρίς αυτό να σημαίνει και ταυτόχρονη αποδοχή ή αναγνώριση της διδασκαλίας που πρεσβεύουν. Παράλληλα η αναγνώριση της ύπαρξης του άλλου δεν είναι τίποτα άλλο παρά η συνειδητοποίηση της σημερινής τραγικής κατάστασης. Δεν μπορούμε να εθελοτυφλούμε συνειδητά και να απέχουμε από τον διάλογο προφασισμένοι την «ανωτερότητά» μας ή την ιστορικότητά μας. Στον αναγκαίο πλέον σημερινό διάλογο απαιτούνται δύο ή περισσότερα μέλη, διαφορετικά καταντά μονόλογος.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό σημείο του σημερινού οικουμενικού διαλόγου και των διμερών θεολογικών διαλόγων που διεξάγει η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η συμμετρία και η αναλογία μεταξύ της αυτονομίας και της ελευθερίας, πάντοτε μιλώντας με όρους εκκλησιολογικούς και εκκλησιαστικούς. Η αυτονομία δεν έχει να κάνει με την αναρχία και την αταξία και η ελευθερία ομοίως δεν έχει να κάνει με την ανεξαρτησία. Αντιθέτως, αποτελούν συστατικά και δομικά στοιχεία της αυτοκεφαλίας, όπου πάντα υφίσταται ο ρόλος του πρώτου που προΐσταται τόσο στη σύνοδο, όσο και στην ευχαριστιακή σύναξη, πράγμα όμως που προϋποθέτει την ύπαρξη και τη λειτουργία της συνόδου. Εντός της συνόδου κριτήριο για τη λήψη αποφάσεων είναι η ομοφωνία και όχι η επιβολή. Αυτά αποτελούν στοιχεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν και εν μέρει χρησιμοποιούνται στον τρόπο λειτουργίας και δράσης των θεολογικών διαλόγων.

Ωστόσο, στην ιστορική εξέλιξη των πραγμάτων συναντά κανείς την ανάπτυξη δύο διαφορετικών μοντέλων εκκλησιαστικής διοίκησης μεταξύ ανατολής και δύσης, που το καθένα έχει την ιστορική του πηγή και αιτία (αλλά δεν είναι επί του παρόντος να ασχοληθούμε με αυτό στην παρούσα φάση), την ανάπτυξη δύο διαφορετικών ιδεολογιών και ιδιοσυγκρασιών. Αυτή την κατάσταση ήρθε να την οξύνει το πολιτιστικό και κυρίως το πολιτικό χάσμα που καλλιεργήθηκε. Εκεί λοιπόν που οι εκκλησιαστικές σχέσεις χαρακτηρίζονταν από μία αμοιβαία ανοχή, φιλία και συμπάθεια, κατά τον 11ο αιώνα βλέπουμε αυτή η λειτουργική ποικιλία να είναι η αιτία της σταδιακής απομάκρυνσης και της διαίρεσης, ενώ παράλληλα η κάθε πλευρά ήθελε και επιδίωκε από τη μία τη διατήρηση των κεκτημένων και από την άλλη την επιβολή του δικού της τυπικού και των δικών της εθίμων ως δείγμα της κυριαρχίας της.

Επίσης να αναφερθεί ότι η ύπαρξη του διαλόγου δεν σημαίνει την ανυπαρξία των διαφορών. Εξάλλου γι’ αυτό και πραγματοποιείται ο διάλογος, προκειμένου να ξεπεραστούν οι δυσκολίες που κρατούν τους χριστιανούς σε διαίρεση. Το πέρας του διαλόγου θα σημάνει και τη δυνατότητα οι εκκλησίες να περάσουν στην επόμενη φάση της ευχαριστιακής σύναξης πληρώνοντας το έργο του διαλόγου. Είναι σημαντικό οι διαφορές που υφίστανται ούτε να αγνοηθούν, ούτε να μείνουν στο περιθώριο, διότι θα λειτουργήσουν εκ νέου αρνητικά δημιουργώντας νέο απόστημα στις εκκλησιαστικές σχέσεις. Αντίθετα στις διαφορές και στα προβλήματα πρέπει να τους δίνεται η αρμόζουσα βαρύτητα, όσο δύσκολο και επώδυνο είναι αυτό. Η κατάκτηση της μέσης αλήθειας, ή η προσωρινή και μερική ανοχή κάποιων πραγμάτων στις εκκλησιαστικές σχέσεις δεν αποτελεί βήμα προς τα εμπρός. Από την άλλη μεριά ούτε ο συνεχής διατυμπανισμός των διαφορών ευνοεί την εν γένει κατάσταση, καθώς έτσι δίνεται άλλοθι στον θρησκευτικό φανατισμό και καλύπτονται φαινόμενα βίας, κατάκρισης ή απόρριψης.

Ένα άλλο στοιχείο που δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας είναι ο ρόλος και η δράση του Αγίου Πνεύματος στην ιστορική εξέλιξη των πραγμάτων, καθώς ο άνθρωπος πολλές φορές βασισμένος αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις αγνοεί το θέλημα του Θεού ή το μεταφράζει όπως ο ίδιος επιθυμεί. Γι’ αυτό και πρέπει να μας προβληματίζει, εάν και εφόσον και όπου παρατηρείται στους κόλπους της Ορθοδοξίας, η μη ύπαρξη ενός πνεύματος καταλλαγής, συνδιαλλαγής και ειρήνευσης με τον έτερο Χριστιανό, γιατί έτσι θα υπάρχει ο φόβος να ομοιάσουμε με τον μεγάλο αδελφό της παραβολής του ασώτου, που αντί να χαρεί λυπήθηκε με την επιστροφή του αδελφού του. Η Ορθόδοξη Εκκλησία λοιπόν καλείται όχι μόνο να χαρεί, αλλά και να επιδιώκει την «επιστροφή» του αδελφού της μέσα από τον διάλογο. Για να συμβεί όμως αυτό προϋποθέτει την προσωπική και συλλογική άσκηση ως προετοιμασία για τη συμμετοχή της στον διάλογο. Διαφορετικά, εάν η κάθε πλευρά διατηρεί τον εαυτό της μακριά από την αυτοκριτική και την αυτοεξέταση τότε η όλη κατάσταση θα οδηγηθεί σε αδιέξοδο.

Με άλλα λόγια η θεολογική και κυρίως η εκκλησιολογική αυτάρκεια ήταν και είναι πάντα επικίνδυνη. Γι’ αυτό και η Ορθόδοξη εκκλησιαστική ιστορία τόνισε την έννοια της ευχαριστιακής κοινωνίας των τοπικών εκκλησιών, και όχι την ύπαρξη ενός μοναδικού κέντρου το οποίο να κανονίζει τον τρόπο διοίκησης των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Εξάλλου η ύπαρξη και η λειτουργία του ενός κέντρου (επισκοπικού, μητροπολιτικού ή πατριαρχικού) στην Ορθοδοξία έχει καθαρά χαρακτήρα και ρόλο διακονικό, ως πρώτος μεταξύ ίσων, χωρίς τη δυνατότητα να επεμβαίνει στα εσωτερικά και διοικητικά θέματα άλλης περιφέρειας, πέραν της δικής του.

1 σχόλιο:

  1. Νομίζω η επιδίωξη μιας "μέσης" αλήθειας μπορεί όντως να γίνει ιδιαίτερα προβληματική, ιδιαίτερα αν δεν έχει προηγηθεί η επιδίωξη σκιαγράφησης της "κοινής" αλήθειας που υπάρχει μεταξύ δύο Εκκλησιών που συμμετέχουν σε ένα διμερή διάλογο. Από την άλλη, ακόμα κι όταν αυτή η κοινή αλήθεια έχει προσδιοριστεί, μια καλή ερώτηση θα ήταν ποιο είναι το επόμενο βήμα. Μήπως πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στο τι μας κάνει Χριστιανούς και τι μας κάνει π.χ. Ορθόδοξους ή Καθολικούς ή Διαμαρτυρόμενους; π.χ. το να μην πιστεύω στην άμωμη σύλληψη με κάνει να μην είμαι Χριστιανός ή να μην είμαι Καθολικός; Και αντίστροφα, μπορώ να (μην) πιστεύω σε αυτό το δόγμα και να είμαι ακόμα Χριστιανός;

    Όσο για το ζήτημα της "επιστροφής", νομίζω είναι μια από τις πιο δύσκολες συζητήσεις. Ποιος πρέπει να επιστρέψει σε ποιον; Σχεδόν κάθε εκκλησία (άμεσα ή έμμεσα) θεωρεί ότι οι άλλες πρέπει να "επιστρέψουν" σε αυτήν, είτε μιλάμε για μια "ιστορική" επιστροφή στην Αποστολική Διαδοχή, είτε για μια "θεολογική" επιστροφή στην Αποστολική διδαχή. Γιατί όμως να μιλάμε για "επιστροφή"; Προσωπικά θεωρώ ενδιαφέρον ότι μετά τη Β' Βατικανή Σύνοδο γίνεται λόγος περισσότερο για "επανένωση" παρά για "επιστροφή". Νομίζω μια τέτοια αλλαγή τρόπου σκέψης μπορεί να οδηγήσει σε έναν πολύ πιο αποτελεσματικό οικουμενικό διάλογο, χωρίς ταυτόχρονα να αναιρεί την αυτοσυνειδησία μιας Εκκλησίας ως ορθό-δοξη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.